-
1 жечь
-
2 жарить
жар||итьнесов ψήνω, καβουρδίζω / τηγανίζω (на сковороде)· ◊ солнце \жаритьит ὁ ήλιος καίει, ὁ ήλιος Ψήνει. -
3 жечь
жгу, жжешь, жгут; παρλθ. χρ. жег, жгла, жгло, ρ.δ.μ.1. καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. || ανάβω. || καταναλώνω (ηλεκτρ. ρεύμα κ.τ.τ.).2. καίω, ψήνω•солнце жжет ο ήλιος καίει•
жечь кофе ψήνω καφέ•
жечь кирпичи ψήνω τούβλα.
|| κνίζω, τσουκνίζω, προκαλώ κνισμό, φαγούρα•крапива жжет η τσουκνίδα κνίζει.
3. μτφ. ανάβω, επιφέρω ισχυρό πάθος, προκαλώ μεγάλη λύπη, καίω, φλογίζω.καίω. || καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα.(απλ.) είμαι πανάκριβος, απρόσιτος στην τιμή. -
4 калить
-ли, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. калёный, βρ: -лён, -а, -оρ.δ. μ.1. πυρακτώνω•калить железо πυρακτώνω σίδερο.
2. θερμαίνω, ζεσταίνω πολύ•солнце –ит ο ήλιος καίει.
|| ψήνω•калить каштаны ψήνω κάστανα.
3. ατσαλώνω, χαλυβδώνω.πυρακτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek